Τελ ελ Αμάρνα

Τελ ελ Αμάρνα
Τοποθεσία της Άνω Αιγύπτου, όπου βρίσκονται τα ερείπια της πόλης, που έχτισε ο φαραώ Αχενατόν προς τιμήν του θεού Ατόν, του ηλιακού δίσκου. Η πόλη καταστράφηκε λίγα χρόνια αργότερα στα χρόνια του φαραώ Χαρεμχάμπ από φανατικούς οπαδούς του ιερατείου, οι οποίοι αντιδρούσαν στην ανανεωτική προσπάθεια του Αχενατόν. Η πόλη, που ήταν πρωτεύουσα της Αιγύπτου στα χρόνια του Αχενατόν, λέγεται, ότι φιλοξένησε και Μινωίτες καλλιτέχνες. Η ταχύτητα της καταστροφής της και η θέση της σε μια ζώνη της ερήμου έσωσαν τα κτίριά της περισσότερο από όσο εκείνα των Θηβών ή της Μέμφιδας. Βρέθηκαν ένας μεγαλοπρεπής ναός του Ατόν (Ήλιου), βασιλικά ανάκτορα και αρχοντικές κατοικίες, ιδιωτικές επαύλεις με κήπους, συνοικίες κατοικίες για εργάτες. Στο σπίτι του γλύπτη Τούθμωσι βρέθηκαν πολλά έργα με εξαιρετικό ενδιαφέρον, μεταξύ των οποίων το περίφημο κεφάλι της βασίλισσας Νεφερτίτι. Η τέχνη της Τ. ελ Α., καθαρά ρεαλιστική, αντανακλά τις πολιτικές και αισθητικές αντιλήψεις του πρωτοπόρου φαραώ. Για πρώτη φορά στα φαραωνικά χρονικά –και για τελευταία– οι καλλιτέχνες εμπνέονται και από την οικογενειακή ζωή του βασιλιά, που δεν διαφέρει από αυτή των θνητών υπηκόων του. Τα φυσιολατρικά εξάλλου θέματα των τοιχογραφιών θυμίζουν εκείνα της Κνωσού. Ο φαραώ Αχενατόν, που κατήργησε με βασιλικό διάταγμα τους θεούς και υιοθέτησε μόνο τη λατρεία του Ήλιου ως ζωοδότη, κοινοποίησε και διάταγμα προς τους καλλιτέχνες με καθαρά ρεαλιστικό υπόβαθρο στο οποίο ανάμεσα στα άλλα, έγραφε: «... και τον βασιλιά σας θα τον εικονίζετε όπως είναι: κοιλαρά». Αναθηματική στήλη, αφιερωμένη στον θεό Ήλιο, από την Τελ-ελ-Αμάρνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αμάρνα — Σπουδαιότατος αρχαιολογικός χώρος της Αιγύπτου, γνωστός κυρίως ως Τελ ελ Αμάρνα …   Dictionary of Greek

  • Νεφερτίτη — (14ος αι. π.Χ.). Βασίλισσα της Αιγύπτου. Ήταν σύζυγος του φαραώ Αμένοφη Δ’ του «αιρετικού βασιλιά», που άλλαξε σε Αχενατόν το ίδιο του το όνομα προς τιμήν της λατρείας του θεού Ατούμ (Ατόν), την οποία προσπάθησε να επιβάλει στη θέση της παλιάς… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • Κάρτερ, Χάουαρντ — (Howard Carter, Νόρφολκ 1873 – Λονδίνο 1939). Άγγλος αιγυπτιολόγος. Το 1891 πήρε μέρος σε αποστολή στην Αίγυπτο ως σχεδιογράφος και βοηθός στις ανασκαφές του Πέτρι στην Τελ ελ Αμάρνα και του Ναβίλ στην περιοχή του Τελ ελ Μπάχαρι (Λούξορ). Το 1899 …   Dictionary of Greek

  • αιγυπτιολογία — Η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη του αρχαίου αιγυπτιακού πολιτισμού. Στις αρχές της Αναγέννησης, οι γνώσεις για τον αιγυπτιακό πολιτισμό προέρχονταν αποκλειστικά σχεδόν από τα έργα των Ελλήνων κλασικών Ηρόδοτου, Διόδωρου Σικελιώτη, Στράβωνα …   Dictionary of Greek

  • Αλασία — Αρχαιότατη πόλη της Κύπρου. Η ονομασία της μνημονεύεται στα κείμενα της Τελ ελ Αμάρνα και στις σφηνοειδείς πινακίδες του αρχείου των Χετταίων. Άκμασε γύρω στο 1600 1200 π.Χ. Ήταν σπουδαιότατο κέντρο εξόρυξης και εξαγωγής χαλκού, ιδίως προς τη… …   Dictionary of Greek

  • Αμένοφις ή Αμενχοτέπ — Όνομα τεσσάρων φαραώ της Αιγύπτου της 18ης δυναστείας (16ος–14ος αι. π.Χ.). Το όνομα Αμενχοτέπσημαίνει «ο Άμμων είναι ευχαριστημένος». 1. Α. Α’ (1570 – 1524 π.Χ.). Γιος του Άμαση Α’ και ιδρυτής της 18ης δυναστείας, ανέλαβε τον θρόνο το 1545 π.Χ.… …   Dictionary of Greek

  • Ατόν — Αρχαία αιγυπτιακή θεότητα, που συνδέεται με τη θρησκευτική μεταρρύθμιση που επέβαλε στην Αίγυπτο ο φαραώ Αμένοφις Δ’ (Ακενατόν) κατά την περίοδο της βασιλείας του (περ. 1369 1353 π.Χ.). Η μεταρρύθμιση αυτή αναφέρεται στην εισαγωγή ενός μόνο θεού …   Dictionary of Greek

  • επιγραφική — Επιστημονικός κλάδος της ιστορίας και της αρχαιολογίας ο οποίος ασχολείται με τις αρχαίες και μεσαιωνικές επιγραφές που είναι γραμμένες, με διάφορους τρόπους, πάνω σε σκληρό υλικό (πέτρα, μάρμαρο, μέταλλο, πηλός κλπ.). Από τη γενική αυτή κατάταξη …   Dictionary of Greek

  • Λυκία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Εκτεινόταν μεταξύ των σημερινών κόλπων Φετιχιέ και Αντάλια, ενώ συνόρευε με τη Φρυγία και την Καρία. Η περιοχή ήταν ορεινή, κυρίως στο βόρειο τμήμα της (όρη των Σολύμων –σημερινό Ακ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”